- φαινοβλάστης
- ο, Ν(πετρογρ.) ο φαινοκρύσταλλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phenoblaste].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαινοκρύσταλλος — ο, Ν (πετρογρ.) κρύσταλλος τού οποίου το μέγεθος είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το μέγεθος τών άλλων κρυστάλλων που είναι διασκορπισμένοι μέσα στη θεμελιώδη μάζα ενός πετρώματος, αλλ. φαινοβλάστης ή μεγακρύοταλλος ή πορφυροθλάοτης. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek